pubic$65312$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pubic$65312$ - translation to ελληνικό

PUBIC WIG
Pubic wig; Pubic toupe; Pubic toupee; Pubic toupé; Pubic toupée; Pelvic toupe; Pelvic toupee; Pelvic toupé; Pelvic toupée; Pelvic wig
  • A merkin (with flashlight) worn by a woman to cover her pubic area.

pubic      
adj. ηβικός, ήβης

Ορισμός

Pubes
·noun The down of plants; a downy or villous substance which grows on plants; pubescence.
II. Pubes ·noun Hence (as more commonly used), the lower part of the hypogastric region; the pubic region.
III. Pubes ·noun The hair which appears upon the lower part of the hypogastric region at the age of puberty.

Βικιπαίδεια

Merkin

A merkin is a pubic wig. Merkins were worn by sex workers after shaving their mons pubis, and are now used as decorative items or erotic devices by both men and women.